κεμε(ν)τζές

κεμε(ν)τζές
και κεμανές, ο
(δημ. μουσ.)
1. ονομασία τής ποντιακής λύρας
2. τουρκική ονομασία τής πολιτικής λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemence].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”